Αποχωρίζοντας
την επινόηση
μιας φαγωμένης μέρας
από τον αυτονόητο
πήδακα στην συντριβή
λόγια καθώς
φιλιά καθώς
ξανάσανα
διατυπωμένος αλλοιώς
σε μια ύφανση στυφή
χαζεύοντας τα μάτια σου
και πιάνοντας χέρια
που δεν ήταν δικά μου
μόνο και μόνο
για ν' αγγίξω κάτι
επιτέλους
απώθησα
συντετριμμένος
σε μια γωνιά
της μακρινής σου χώρας
ανασαίνοντας αργά
μονάχα
χάνοντας το καθετί
από το τίποτε
που 'χε κολλήσει
στο δέρμα
ερειπωμένος εκ νέου
σε μιαν άλλη εκδοχή
μέσα στον τοίχο βλέποντας
έξω από το βλέμμα
την νέα εικόνα
της παραφροσύνης
ταυτόχρονα
σκαλίζοντας
έν' άλλο χώμα
ξενικό
υποταγή στο χρώμα
που βάφει ξανά
ό,τι ξέβαψες εσύ
και ήχοι σπαρμένοι
στην πλημμυρίδα
της σιωπής
υποταγή λοιπόν
και αφωνία
ο δρόμος να κυλά αδιάκοπα
κάτω από τις ρόδες
κι εγώ να τέμνομαι
λεπρός διασχίζοντας
σε ασφυξία
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου