- μα δεν τόλμησα ακόμη ν’ αρθρώσω λόγο.
με κρατά σφιχτά η ανάγκη
με στρίβει – με στύβει – με λυγίζει
αλύτρωτη
ανάερη
άψογη κι ακόμη
υπάρχουν βλέμματα
τόσα πολλά βλέμματα
σε στιγμές που θα’ θελα να πω
μ α σ ω π α ί ν ω
μια σιωπή
πιο λαμπρή κι από έρεβος
που λυγίζει από άχθη
αλλά γεννάει
σε κόσμους ξοφλημένους
που νουθετούν
κ α ι π έ φ τ ο υ ν
[ο καθαρμός όχι
αργεί άλγος εναργές
γιατί…]
όλοι τεντώνονται πάνω στο εδράζον
βαριεστημένοι
δίχως να λένε
πως είναι αμαρτία να φτύνει κανείς
σπλάχνο σπλάχνο τον εαυτό του
για ν’ αρέσει
μισοκρυμμένος σε τούτα τα γυαλιστερά
γυάλινα κτήρια.
/κάπου ακούστηκε
ότι αργεί εφέτος η ανάστασις
πως τα τραίνα θα’ χουν απεργία
τα διαστημικά λεωφορεία θα παραμείνουν στα σιλό
κι η τρέλλα μας θα εφορμά
θα διαθλάται μέσα σ’ αυτό το πελώριο κουτί
που περιβάλλει την πείνα μας
τ’ ανύποπτα όρια των περαστικών
δεν θα διασπαστούν/
λέτε;