Δευτέρα 20 Σεπτεμβρίου 2010

Μικρή ιστορία

Ήρθαμε στο πρωινό, φτιαγμένοι από υγρασία και ομίχλη, για να σπάσουμε τα μάρμαρα. καρφωθήκαμε πάνω στα αγουροξυπνημένα βλέμματα των περαστικών, που μας σκούπησαν γοργά με ένα μαντήλι - ή έστω με τις άκρες των μανικιών τους. σφυρίξαμε τα παγωμένα σφυρίγματα, μπλεγμένοι με ήχους από αυτοκίνητα, κόρνες, παχειές ομιλίες, φωνές, βήματα κι ένα σωρό ήχους του δρόμου. δεν ξέρουμε αν μας άκουσε κανείς, η πρόοδος άλλωστε πάντα υπέσκαπτε την υγρασία και την ομίχλη και τα παγωμένα σφυρίγματα [η φωτιά, η φωτιά ήταν πάντοτε για κείνη το μέσο με το οποίο ξεγελούσε τους απλούς ανθρώπους]. έσχατο τεταρτημόριο του ορυκτού μας κύκλου - ο ήχος από την αγάπη που σβήνει - τα νεύματα συγκατάνευσης και αποχαιρετισμού - η αυλαία τελικά να αιμάσσει στιγμή στιγμή κάθε σταγόνα από την σταγόνα μας. τα αυλάκια που' ναι χαραγματιές στο γλυπτό του κόσμου - και δένουν το κορμί του- στεγνώνουν σιγά σιγά. ξεραίνεται ο ρόλος μας κι όλη η έμβια ύλη αποβάλλει τη μνήμη μας. τοκετός θανάτου.